Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Η αρχιτεκτονική της Ικαρίας



Η αρχιτεκτονική της Ικαρίας παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα σε όλο το Αιγαίο και γι’ αυτό το λόγο ίσως, δεν είναι πολύ γνωστή και μελετημένη τόσο από Έλληνες και ξένους ερευνητές, όπως σε άλλα ελληνικά νησιά. Ωστόσο μπορεί κανείς να θαυμάσει την κυρίαρχη εκδοχή της  παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Ικαρίας όχι μόνο στην πρωτεύουσα, τον Άγιο Κυρίκο αλλά και σε πολλούς άλλους οικίσκους. Χαρακτηριστικό της Ικαρίας άλλωστε είναι η πολύ μεγάλη οικιστική διασπορά έχοντας πάνω από 80 οικισμούς περίπου, αραιοδομημένους σε όλη την έκταση του νησιού.





Εδώ παρουσιάζουμε ένα τυπικό παράδειγμα μιας κατοικίας του 19ου αιώνα φτιαγμένη από σκέτη πέτρα (σχιστόλιθο) και επίχρισμα η οποία φέρει κάλυψη τετράριχτης στέγης από πλάκες πέτρας, υλικό το οποίο αφθονεί στο νησί.



Η κατοικία βρίσκεται στον Ξυλοσύρτη Ικαρίας, ο οικισμός βρίσκεται στο νότιο μέρος του νησιού, προς Μαγγανίτη και Καρκινάγρι και έχει πάρει το όνομά της από τον ομώνυμο γνωστό οικισμό. Η πρόσοψη του κτιρίου που σας παρουσιάζουμε φέρει χαρακτηριστικά του νεοκλασικού παραδοσιακού στυλ και ανήκει σε μία από τις πιο γνωστές οικογένειας του νησιού, Σταμάτη & Λεμονιάς Μαλαχία και πρόκειται να αναπαλαιωθεί μέσα στο 2017. Στο τέλος του άρθρου ακολουθεί μία πλήρης αναφορά στην Αρχιτεκτονική κατασκευών στο νησί της Ικαρίας καθώς και μια γενική ιστορική αναφορά. 









Αρχιτεκτονική κατασκευών στην Ικαρία.


Οι Ιακριώτηκες κατοικίες ή «σπιτοκαθίσματα» όπως τις αποκαλούν οι ντόπιοι, ήταν κατά κύριο λόγο κατασκευασμένα με σχιστόλιθους, γρανίτες, καλάμια, λάσπη και ξύλα, και περιελάμβαναν αύλειους χώρους για καλλιέργειες. Το εξωτερικό μήκος της όψης συνήθως ήταν περίπου 6,0-7,0 μέτρα και το πλάτος 3,50-4,00 μέτρα. Το ύψος της πρόσοψης 0,90-1,20 μέτρα και το ύψος της πίσω πλευράς 1,40-1,70 μ. Οι τοίχοι κατασκευάζονταν από πέτρες, χωρίς συνδετικό υλικό και επίχρισμα. Η στέγη ήταν μονοκλινής (μονόρριχτη, χυτή), καλυμμένη με πέτρινες πλάκες που στηρίζονταν σε ξύλινα δοκάρια τοποθετημένα κατά την μικρή διάσταση της κάτοψης (καταχύματα). Τα καταχύματα συνήθως ήταν χονδροί κλάδοι δένδρων ή κορμοί μικρών κυπαρισσιών. Στην πρόσοψη το κτίσμα είχε μία πόρτα (θυρίδα) ύψους 0,70-0,90 μ. η οποία ήταν και το μοναδικό άνοιγμα του σπιτιού. Καπνοδόχος δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο στην στέγη μία πλάκα πάνω από την εστία που μετατοπιζόταν και άφηνε άνοιγμα από όπου φωτιζόταν και αεριζόταν το σπίτι (ανεφάντης). Μπροστά στο σπίτι, προς τη θάλασσα ή την κατωφέρεια και σε απόσταση περίπου 1,00 μ. από την πρόσοψη κτιζόταν αυλότοιχος από ξερολιθιά σε ύψος λίγο μεγαλύτερο από την όψη του σπιτιού και σε μήκος όσο αυτή. Αυτός κάλυπτε το σπίτι ώστε να μην γίνεται αντιληπτό το φως κατά τη νύκτα όταν άνοιγε η πόρτα αλλά ούτε και οι άνθρωποι που κινούνταν μπροστά στο σπίτι κατά την ημέρα. Παρουσίαζε δε την ίδια εικόνα με τους τοίχους των πεζουλιών που λόγω του κεκλιμένου εδάφους κατασκεύαζαν οι άνθρωποι για να καλλιεργήσουν. Τα σπίτια καλύπτονταν σχεδόν πάντα από πυκνή βλάστηση. Ήταν τόσο καλά κρυμμένα και προσαρμοσμένα στο άμεσο περιβάλλον, ώστε ήταν αόρατα από οποιοδήποτε σημείο. Μέσα στο σπίτι αρχικά υπήρχε μόνον μία πρωτόγονη εστία που αποτελείτο από δύο αντικείμενες πέτρες (αλλιώς πυρομάχια) και ο χειρόμυλος. Η οικογένεια κοιμότανε στο χωμάτινο δάπεδο αφού έστρωνε δέρματα ή καμβά (τρίχινο ύφασμα). Σε επαφή με τον οπίσθιο τοίχο υπήρχε ο υπόγειος οικογενειακός κρυψώνας (αλλιώς χωστοκέλι). Αυτός είχε σκαφτεί στη γη με εκμετάλλευση της προς το πίσω μέρος σπιτιού ανωφέρειας πριν την ανέγερση του. Σε ώρες επιδρομών και κινδύνων η οικογένεια ξήλωνε από το εσωτερικό του σπιτιού σημείο του οπίσθιου τοίχου και κατέφευγε εκεί αφού αποκαθιστούσε εσωτερικά το άνοιγμα με τις ίδιες πέτρες. Το χωστοκέλι είχε συνήθως δεύτερη έξοδο διαφυγής καλυμμένη από βλάστηση, φυλασσόταν δε σ’ αυτό πάντα απόθεμα τροφίμων. Η κλοπή των εφοδίων αυτών από ντόπιους τιμωρείτο με την ποινή του θανάτου από τους Δημάρχους ως πράξη εσχάτης προδοσίας κατά του «κοινού της πατρίδας».


Νέοι χώροι στην Ικαριώτικη κατοικία


Με το πέρασμα των χρόνων και καθώς βελτιώνονται οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στο νησί, το μονόχωρο σπίτι στην Ικαρία αρχίζει να εξελίσσεται. Αφήνονται μικρά ανοίγματα (παράθυρα), συνήθως όχι στην πρόσοψη, και μεγαλώνουν ελαφρά οι διαστάσεις του. Με την αύξηση των διαστάσεων της κάτοψης, ιδιαίτερα του πλάτους, προέκυψε πρόβλημα με την μονόρριχτη (χυτή) στέγη λόγω του μεγάλου βάρους. Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις εμφανίσθηκε η αμφικλινής (δίρρικτη) στέγη. Υψώθηκαν οι δύο στενοί τοίχοι σε σχήμα τριγώνου και δημιουργήθηκαν δύο αετώματα (κεφαλάρια). Στην κορυφή τους τοποθετήθηκε ξύλινη δοκός (αλλιώς το ξόνι), συνήθως κορμός κυπαρισσιού, και πάνω σ’ αυτήν και στους τοίχους των μακριών πλευρών (πρόσοψης και οπίσθιας πλευράς) στηρίζονταν εγκάρσια ξύλινα δοκάρια τα καταχύματα. Από πάνω τοποθετούνταν καλάμια (καλαμωτή) και πάνω από αυτήν οι πλάκες από ντόπιο σχιστόλιθο. Με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής έχουμε την εξέλιξη του μονόχωρου αντιπειρατικού σπιτιού με την προσθήκη νέων χώρων. Δίπλα του προστίθεται δεύτερο δωμάτιο ή διώροφο κτίσμα, ο πύργος. Αυτός δεν έχει καμιά επικοινωνία με το αρχικό κτίσμα παρά μόνο εξωτερικά με μια πέτρινη σκάλα.


Μέσα στο σπίτι τώρα συναντάμε συνήθως ένα τελειοποιημένο τύπο τζακιού. Στην απέναντι γωνία της εισόδου συνήθως κατασκευαζόταν ο φούρνος, ενώ στην στενή πλευρά δίπλα στην είσοδο υπήρχε σταθερή εσοχή στον τοίχο για τον χειρόμυλο. Σε πολλά σπίτια συναντάμε επίσης την κτιστή πεζούλα κατά μήκος του οπίσθιου συνήθως τοίχου και τον κρέβατο (μπηγμένοι στη γη ξύλινοι στύλοι δηλαδή και πάνω τους οριζόντια σανίδια που κάνουν ένα μεγάλο κρεβάτι για όλη την οικογένεια). Εξωτερικά, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, εκεί που αρχικά βρισκόταν το χωστοκέλι κατασκευάζεται χώρος που χρησιμοποιείται ως αποθήκη και αχερώνας (το δεφτέρι). Αργότερα οι πιο εύπορες οικογένειες προσθέτουν κατά μήκος του σπιτιού, δίπλα στο αρχικό μονόχωρο (χυτό) δεύτερο δωμάτιο (κάμαρα) ή αντί αυτού διώροφο κτίσμα με μια κάμαρα στον κάθε όροφο, το κατώι και το ανώι ή πύργο ή πυργάρι. Ο πύργος δεν έχει καμιά επικοινωνία με το χυτό παρά μόνο εξωτερικά με μια πέτρινη σκάλα. Ο πύργος με το κατώι του και με την δίρρικτη συνήθως στέγη του που βρίσκεται πάντα συνδυασμένος με το συνήθως μονόρρικτο (χυτό ή ορθοκατέβατο), αλλά και κάποιες φορές δίρρικτο ισόγειο, αποτελεί μαζί του τον κλασικό, σύνθετο, παραδοσιακό τύπο κατοικίας της Ικαρίας μέχρι αρχές του 20ού αιώνα. Το χυτό είναι η κουζίνα, το καθιστικό αλλά και η κρεβατοκάμαρα της οικογένειας ειδικά της κρύες χειμωνιάτικες νύχτες όπου όλο το βράδυ σιγοκαίει στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο (αλλιώς το νυχτόξυλο). Το κατώι είναι το κελάρι του σπιτιού όπου βρίσκονται χωμένα στο έδαφος ή κτισμένα σε πεζούλα (πιθοστάσι) τα πιθάρια (βυτίνες) με το κρασί. Τέλος, το ανώι (ο πύργος) είναι το δωμάτιο το καλό. Εκεί φιλοξενείται ο ξένος (ο μουσαφίρης). Εκεί στα νεότερα χρόνια τοποθετείται το νυφικό κρεβάτι και χρησιμοποιείται πολλές φορές για τον ύπνο της οικογένειας. Ο προστατευτικός αυλότοιχος του αντιπειρατικού σπιτιού έχει εξελιχθεί και έχει αποκτήσει λειτουργική μορφή για την αυλή. Αποτελείται, συνήθως, από κτιστά με πέτρα τμήματα ύψους περίπου 1,50-2,00 μ. ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλεται χαμηλή πεζούλα ύψους περίπου 0,50 μ. Έχει υπαίθριο τζάκι για μαγείρεμα, νεροχύτη, λαϊνοστάτη (θέση για την στάμνα), εσοχές (θύρες) για την τοποθέτηση των σκευών και στηρίγματα για την κληματαριά (κρεβατίνα, περίπατος). Οι πεζούλες χρησιμοποιούνται ως πάγκος εργασίας για την νοικοκυρά. Η αυλή με πλάτος μεγαλύτερο των 2,00 μέτρων λειτουργεί σαν υπαίθριο καθιστικό και κουζίνα (μόλις ανοίγουν οι μέρες). Η οικιακή αγροτική οικονομία είναι το χαρακτηριστικό της Ικαριακής κοινωνίας.



Γύρω από το Ικαριώτικο σπίτι θα βρούμε σε πεζούλια, το περιβόλι (κήπο), το αμπέλι, τις ελιές, το στάρι και κάποια οπωροφόρα και καρποφόρα δένδρα (ξινόδεντρα, συκιές, αμυγδαλιές, καρυδιές κ.ά.) βασικότατα για τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας. Αλλά και τον στάβλο (κατσικαριό), το κοταριό, το χοιροστάσιο (αλιούρι), το πατητήρι (πέταλο) και το αλώνι. Στην προσήνεμη πλευρά της ιδιοκτησίας στη σειρά τα κυπαρίσσια να κόβουν τον άνεμο και δίπλα στο σπίτι αιωνόβια δένδρα (κουκουναριές, πρίνοι, κυπαρίσσια) για να το προστατεύουν. Τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα όπου κυρίως λόγω των ναυτικών βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση της Ικαριακής κοινωνίας, οι ντόπιοι κτίστες ήλθαν σε επαφή με τεχνίτες και οικοδομικές τεχνικές από άλλα μέρη. Συνδυάζοντας τις νέες γνώσεις και τα ντόπια υλικά καθιέρωσαν ένα δεύτερο τύπο σπιτιού με τετραγωνική κάτοψη, διώροφο συνήθως με τετράκλινη (τετράρρικτη) μονόκορφη στέγη (ομπρέλα) ή και δίκορφη, καλυμμένη από ντόπιες σχιστόπλακες ή κεραμίδια. Με την εκμετάλλευση της κλίσης του εδάφους, το δάπεδο του πάνω ορόφου βρισκόταν στο επίπεδο του εδάφους προς την πλευρά της ανωφέρειας και «αυλίζονταν». Από εκεί δηλαδή προς την ανωφέρεια το κτίριο φαινόταν ισόγειο. Οι εσωτερικοί τοίχοι του πάνω ορόφου είναι από μπαγδατί και το μεσοπάτωμα ξύλινο. Την εποχή αυτή άρχισαν να αναπτύσσονται οι παραλιακοί οικισμοί που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν ως χώροι που τους χειμερινούς μήνες έβγαζαν τα καΐκια για προστασία στη στεριά (συρτικά), αλλά και ως χώροι φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων (σκάλες). Αυτοί αναπτύχθηκαν με την ίδια χωροταξική λογική που χαρακτηρίζει τα χωριά της Ικαρίας (διάσπαρτοι, κατάφυτοι και εκτεταμένοι).


Σύγχυση οικιστικής και δασικής χρήσης


Μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 η κατάσταση άλλαξε ραγδαία. Από τη μία πλευρά έγινε αλόγιστη χρήση των σύγχρονων μέσων και υλικών δόμησης (τσιμέντο, αλουμίνιο) με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί σημαντικά και να υποβαθμισθεί το κτιστό περιβάλλον του νησιού. Από την άλλη πλευρά η ισοπεδωτική πολιτική της Πολιτείας προς την περιφέρεια με πρότυπο συνήθως την Αττική, διατάραξε την ισορροπία που από αιώνες όπως είδαμε υπήρχε μεταξύ φύσης και ανθρώπων, μεταξύ φυσικού και κτιστού περιβάλλοντος. Η αδυναμία της Πολιτείας να αντιληφθεί την ιδιαιτερότητα των οικισμών της Ικαρίας, στους οποίους κατά εποχές εφαρμόζεται ο δασικός νόμος όπως ακριβώς εφαρμόζεται στα λίγα δάση που απέμειναν στην Αττική, οδήγησε τους κατοίκους σε εκχερσώσεις και αποψιλώσεις, από τον φόβο να χαρακτηρισθούν δάση οι ιδιοκτησίες τους. Οι μετανάστες από την πλευρά τους τώρα που παλιννοστούν βρίσκουν τη γη τους χαρακτηρισμένη δασική και την εγκαταλείπουν για δεύτερη φορά. Όσες φορές δε η Πολιτεία προχώρησε σε νομοθετικές ρυθμίσεις για τους οικισμούς της χώρας, αυτές δυστυχώς δεν μπόρεσαν να εφαρμοσθούν στους οικισμούς της Ικαρίας λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, με συνέπεια να διαιωνίζεται η σύγχυση οικιστικής και δασικής χρήσης με ολέθριο αποτέλεσμα για τους μικρούς αυτούς παραδείσους που ερημώνουν και καταστρέφονται.


Ιστορία οικισμών στην Ικαρία γενικά.


Τα αντιπειρατικά σπίτια αποτέλεσαν τη βάση της ικαριακής κατοικίας. Άρχισαν να κτίζονται από τον 127ο αιώνα. Καλύπτονταν πάντοτε από πυκνή βλάστηση και ήταν σχεδόν αόρατα .Από τις αρχές του 16ου αιώνα μ.Χ. εως και τον 19ο αιώνα, προκειμένου οι κάτοικοι να μην είναι ορατοί στους εχθρούς, κυρίως στους Τούρκους και στους πειρατές, εγκατέλειψαν τις παραλιακές περιοχές του νησιού και αποσύρθηκαν στα ορεινά, όπου και δημιούργησαν τους λεγόμενους κρυφούς οικισμούς. Τέτοιοι απαντώνται, κυρίως, στη δυτική Ικαρία αλλά και αλλού, όπως στο Μαγγανίτη, στη Λαγκάδα, στο Πέζι, στη Μεσσαριά και στο Περδίκι. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως κατοικίες τις κοιλότητες των γρανιτικών όγκων (‘λούροι’), οι οποίοι συνήθως ήταν μονόχωρες, με διαστάσεις όσο ένα δωμάτιο (‘καμάρες’).


Στο ανατολικό τμήμα του νησιού ήταν γνωστά αντίστοιχα ως ‘χωστοκέλια’. Εκεί βασίστηκε και η λαϊκή φράση «σπίτι όσο να χωρείς και τόπο όσο να θωρείς». Συνεπώς, για να διατηρηθεί ένας οικισμός κρυφός, δεν κατασκευάζονταν μεγάλα κτίσματα και αραιά το ένα από το άλλο. Γι’ αυτό το λόγο, το κάθε σπίτι είχε το δικό του κτήμα με καλλιέργειες και βρισκόταν σε απόσταση από τα άλλα και όλα μαζί δημιουργούσαν τις συνοικίες (‘γειτονιές’). Αυτές αργότερα απέκτησαν τη δικιά τους εκκλησία και σχολείο, ενώ πήραν το όνομά τους από τις οικογένειες που τις δημιούργησαν και αυτό διατηρούν ακόμα και σήμερα, όπως Μαυρικάτο, Γλαρέδο, Μαυράτο κλπ.


Ο οικιστικός ιστός σε όλο το νησί εμφανίζεται χαλαρός και προσαρμοσμένος στη φύση και την ιδιαίτερη μορφολογία του. Αυτή η λογική δόμησης αποτελεί τη βάση δόμησης των σημερινών οικισμών.


Οι κατοικίες των Ικαριωτών, για πολλούς αιώνες ήταν γνωστές ως ‘χυτό’, δηλαδή με μονόρριχτες στέγες από πλάκες με κλίση παράλληλη με το έδαφος και μονόχωρες, κυρίως ορθογώνιες. Οι τοίχοι κατασκευάζονταν με πέτρες που υπήρχαν στη γύρω περιοχή, ενώ στις στέγες υπήρχε ένα άνοιγμα ‘ο ανεφάντης’ από όπου αεριζόταν το σπίτι. Τριγύρω υπήρχε αυλότοιχος από ξερολιθιά ο οποίος έκρυβε το σπίτι. Τα παλαιότερα σπίτια δεν είχαν τζάκι, παρά μόνο δύο αντικείμενες πέτρες και ένας χειρόμυλος, ενώ σημαντικός εξοπλισμός αποτελούσαν τα πιθάρια που ήταν χωμένα στο έδαφος και χρησίμευαν για να  αποθηκεύεται λάδι και κρασί. Κρεβάτια δεν υπήρχαν στο σπίτι και οι άνθρωποι έστρωναν δέρματα ζώων στο δάπεδο για να κοιμηθούν.



Στα νεότερα χρόνια η ικαριακή κατοικία άρχισε να εξελίσσεται. Έτσι, δημιουργούνται παράθυρα που έκλειναν με καρφωτά ξύλα. Αυτά τοποθετούνταν στο μέσον του πάχους του τοίχου ώστε να δημιουργείται μια εσοχή εξωτερικά ώστε να προστατεύονται από τη βροχή και να μην καταλαμβάνει χώρο από το εσωτερικό του σπιτιού. Στους τοίχους δημιουργούσαν εσοχές (‘θυρίδες’) οι οποίες λειτουργούσαν ως ράφια για διάφορα αντικείμενα. Χτιζόταν ένα μεγάλο κρεβάτι με πέτρα ή ξύλο για όλη την οικογένεια. Η πόρτα της εισόδου χωρίστηκε σε δύο τμήματα, πάνω και κάτω, είτε μονόφυλλες είτε δίφυλλες. Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίζονται και κατοικίες με δίρριχτη σκεπή, καθώς και διώροφες ή τριώροφες κατοικίες, όπως στον Άγιο Κήρυκο, ενώ συνάμα αυξάνεται και ο αριθμός των δωματίων σε δύο ή τρία. Χτίστηκαν τζάκια και  φούρνοι  σε απλή μορφή κυκλικής μορφής από πέτρα στο εσωτερικό του σπιτιού, ή εξωτερικά στον αυλότοιχο με καμινάδα.


Τα σπίτια ήταν λιτά από οικιακό εξοπλισμό. Όλα σχεδόν είχαν ξύλινες πιατοθήκες, ξύλινο κρεβάτι και σιφινιέρα. Η αυλή περιτρυγυριζόταν από τοίχο και οι καλλιέργειες διαμορφώνονταν σε πεζούλες.Τα αποχωρητήρια χτίζονταν μακριά από το σπίτι, ενώ μέσα στο κτήμα υπήρχαν και διάφορες κατασκευές, όπως η γηστέρνα (ανοιχτή δεξαμενή νερού), η άλωνα, το κοταριό, ο στάβλος κλπ. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των κατοικιών ήταν σχιστόλιθοι, γρανίτες, καλάμια, χόρτα, λάσπη και ξύλα, που τα έβρισκαν στον περίγυρο τους. Τα περισσότερα νοικοκυριά διέθεταν νερόμυλους ή ανεμόμυλους για να αλέθουν τα δημητριακά και να παρασκευάζουν αλεύρι. Σήμερα σώζονται 70 περίπου νερόμυλοι και 16 ανεμόμυλοι.


Η σύγχρονη αρχιτεκτονική, σήμερα, επηρεάζεται από το παρελθόν και κάποια σύγχρονα χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως τα παράθυρα, τις πόρτες και την μάντρα. Ο Άγιος Κήρυκος είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό με όμορφο χρώμα νεοκλασικά κτίρια και τα στενά παραδοσιακά σοκάκια, που συνδυάζει μοντέρνα και παραδοσιακή αρχιτεκτονική.


Τέλος, λόγω μεγάλης οικιστικής διασποράς και έντονου αναγλύφου, η Ικαρία, είχε αρκετά εκτεταμένο οδικό δίκτυο, που δημιουργήθηκε με την προθυμία και την προσωπική δουλειά των ντόπιων, συνήθως από πλάκες στρωμένες στο έδαφος. Στους σύγχρονους χρόνους, οι δρόμοι έγιναν αμαξιτοί, ενώ δημιουργήθηκαν και πεζοδρόμια. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις απουσίαζαν εντελώς από το νησί, μέχρι πρόσφατα. Τα γεφύρια έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τοπική αρχιτεκτονική, λόγω της έντονης παρουσίας χειμάρρων σε όλο το νησί. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί, ότι από τα σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ικαρία, είναι οι εκκλησίες. Ο αριθμός αυτών ξεπερνά τα 300 σε όλη την έκταση του νησιού.































































































































Ανακηρυγμένοι Παραδοσιακοί οικισμοί


Από το 2003 (ΦΕΚ 961/12-09-2003) ανακηρύχτηκε παραδοσιακός ο Οικισμός της Ακαμάτρας, λόγω του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα που έχουν τα κτίσματά του, που αντιπροσωπεύουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία του νησιού. Άλλοι ανακηρυγμένοι παραδοσιακοί οικισμοί είναι το Πέζι και η Λαγκάδα όπου και εκεί οι όροι δόμησης είναι αυστηροί, προκειμένου να διατηρήσουν οι περιοχές αυτές αναλλοίωτο το ύφος της αρχιτεκτονικής τους. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει, ακόμα, και η απουσία έλευσης μαζικής τουριστικής κίνησης που θα σήμανε σημαντική απώλεια τέτοιων παραδοσιακών τόπων.

Πηγές: Ι. Μελάς, «Ιστορία της Νήσου Ικαρίας», Τόμοι Α+Β / Χ. Παμφίλης, «Ιστορία της Νήσου Ικαρίας» / Α. Χατζημιχάλη, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη – Ικαρία», Αθήνα 1931 (Πυρσός Α.Ε.) / Γ. Σπυριδάκης «Συμβολή εις την μελέτην της λαϊκής οικίας εις Ικαρίαν», (Αρχ. Εταιρεία 1964). / Β. Παπαϊωάννου, «Μορφές και πρακτική τον κτισμένου χώρου της Ικαρίας», (τεχν. χρονικά 1978) / Α. Πουλιανός, «Λαογραφικά Ικαρίας», Τόμοι Α+Β+Γ / Π. Τζελέπης, «Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική», (Θεμέλιο 1977) / ΕΜΠ-ΚΕΤ, «Ποιο Μέλλον ταιριάζει στην Ικαρία;», Αθήνα 1997.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου